Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Αν δεν έχεις αυτό που αγαπάς...


Στο απολαυστικό και συνάμα απελευθερωτικό από τις ανησυχίες αναγνωστικό ταξίδι στο φιλοσοφικό κόσμο των Στωικών –που μας δίνεται στο βιβλίο του Μαξ Έξελμαν μέσω της εξαιρετικής μεταφραστικής απόδοσης της Σώτης Τριανταφύλλου– ο αναγνώστης μπορεί και πρέπει να επανέρχεται συχνά προκειμένου να βελτιώνει την καθημερινότητά του και τις σκέψεις προσεγγίζοντας ολοένα και περισσότερο την ευτυχία.
Ας ακολουθήσουμε τη συμβουλή των Στωικών: «Γίνε ο ίδιος γιατρός της ψυχής σου. Δέξου ό,τι δεν μπορείς να αλλάξεις. Ζήσε κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία σου. Η ευτυχία είναι μια απόφαση».
(σελ. 146).
΄΄volentem ducunt fata, nolentem trahunt΄΄= η Μοίρα οδηγεί εκείνους που θέλουν να την ακολουθήσουν και σέρνει εκείνους που το αρνούνται.
Τι μας προτείνουν οι Στωικοί; Να αγαπάμε τη ζωή, να εκτιμάμε όσα έχουμε και να προσβλέπουμε στην αταραξία.  (σελ. 144).
«Πολλοί από μας παραπονιούνται: ‘’Αχ, αν είχα καλύτερο σπίτι… αν είχα καλύτερη εμφάνιση… αν είχα καλύτερη δουλειά’’ – και παραιτούμαστε από την απόλαυση και τη βελτίωση όσων έχουμε ήδη. Πολλοί ανησυχούμε –“τρωγόμαστε”– για πράγματα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε» (σελ. 7). «Αν θέλεις, λένε οι Στωικοί, να μη σου τύχουν αρρώστιες, θάνατος ή φτώχεια, θα δυστυχήσεις. Αν επιθυμείς κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις σου, θα αποτύχεις» (σελ.8). Σύμφωνα με τον Επίκτητο: «Η Ελευθερία συνίσταται στο να επιθυμούμε να έλθουν τα πράγματα όχι όπως θέλουμε, αλλά όπως συμβαίνουν».
Άλλο ένα μάθημα καθημερινής ζωής από τους Στωικούς είναι η επιμονή τους «στην αναγκαιότητα της παιδείας και της ατομικής προσπάθειας: «Τα πράγματα είναι δύσκολα όχι επειδή προσπαθούμε πολύ, αλλά επειδή δεν προσπαθούμε αρκετά» (σελ.11). Τα μαθήματα καθημερινής ζωής των Στωικών συνεχίζονται και αφορούν τις συναναστροφές μας με τους άλλους ανθρώπους, τη στενότερη συναναστροφή που είναι ο γάμος, την αυτογνωσία και την ταυτότητά μας. («Καμιά φορά λέμε: “Πρέπει να βρω τον εαυτό μου”. Στην πραγματικότητα, τον εαυτό μας δεν τον βρίσκουμε, τον επινοούμε, τον δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, τον σμιλεύουμε. Όρισε λοιπόν στον εαυτό σου έναν χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον διατηρείς και θα τον υποστηρίζεις είτε είσαι μόνος σου είτε είσαι μαζί με άλλους», σελ. 23.)
Συνεχίζοντας την απολαυστική ανάγνωση των μαθημάτων των Στωικών, λαμβάνουμε τις παρακάτω προτάσεις όσον αφορά στην ευτυχία: «Χαμογελάτε σε κάθε ευκαιρία ! όχι γιατί η ζωή είναι εύκολη, ή όπως ακριβώς θα θέλατε να είναι, αλλά επειδή έχετε επιλέξει να είστε ευτυχισμένοι και ευγνώμονες για όλα τα καλά πράγματα που έχετε και για όλα τα προβλήματα που ξέρετε ότι δεν έχετε», (σελ. 41).
Άλλωστε σοφός είναι ο άνθρωπος που, αντί να θρηνεί για όσα δεν έχει, χαίρεται για όσα έχει..


Αν δεν έχεις αυτό που αγαπάς, αγάπα αυτό που έχεις.(σελ. 30)

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Κι ο επίλογος

Κι ο επίλογος

Oh tell me where the freedom lies

Απέραντο άσπρο σεντόνι
η ερημιά της ψυχής μου
και πάνω του φυτεμένα καρφιά
οι στίχοι και οι ήχοι
των χρόνων που κύλησαν
και με χάραξαν.


Δε θα με νιώσεις κι εσύ,
καθώς δε με νιώσαν και οι άλλοι.
Το πικρό ραγισμένο ποτήρι
των μύθων και των ειδώλων μου
μόνος μου πια θα το πιω μέχρι τέλους.

Τα καρφιά μου δικά μου μονάχα.
Κι ο πόνος, το αίμα, ο τριγμός.
Δικά μου κι αυτά.

Σύννεφο να 'μουν και να γίνω βροχή.
Κι αγεράκι ρευστό και να γίνω υδρατμός.
Να κλειστώ σ' ένα φάρο
και να γίνω ο φανός του.

Και όταν γέρνει ο ήλιος,
να διπλώνω ξανά το σεντόνι μου
και στην άλλη μου μοναξιά να πλανιέμαι.

Κι αν σ' αγάπησα, τι;
Η αγάπη σου μέρες και νύχτες
καρφιών αλογάριαστων κι αμέτρητων ερημιών.

Δημήτρης Βλαχοπάνος, Του Έρωτα και του Μύθου

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ


            Τα χρόνια τα παλιά, των βασιλιάδων και των ιπποτών, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα. Είχε δέρμα πορσελάνινο, χαμόγελο φίλντισι και μαλλιά κεχριμπάρι. Στο χωριό τα παλικάρια σφάζονταν, ποιο θα την παντρευτεί ώσπου ένας τρελάθηκε μια βραδιά, μπήκε στην κάμαρά της και την έκλεψε. Εκείνη δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση και τον παντρεύτηκε ένα Αυγουστιάτικο δειλινό σ' ένα ερημοκλήσι δίπλα στη θάλασσα. Πέρασαν τα χρόνια κι η κοπέλα με τις φαρδιές καμπύλες και το πλούσιο στήθος έκανε όντως πολλά παιδιά, γερά και ξύπνια. Αλλά άτιμο πράμα η ομορφιά.
            Ήρθαν κάποτε καιροί δύσκολοι. Ο βασιλιάς του γειτονικού βασιλείου θέλησε να κατακτήσει όλον τον κόσμο. Καβάλησε τ' άλογο κι άρχισε να μπαίνει στα κοντινά βασίλεια. Όπου αντιστέκονταν, άναβε φωτιές, γκρέμιζε, έβγαζε μαχαίρι. Έφτασε μια νύχτα έξω απ' το σπίτι τους και θαμπώθηκε από την ομορφιά της κοπέλας. Ήταν κι εκείνος πανέμορφος, με ξανθά μαλλιά και βαθυκύανα μάτια. Η κοπέλα ήταν ιδανική γι αυτόν και δε θα ησύχαζε αν δε γινόταν δική του.
            Άρπαξε έτσι τον άντρα της και ζήτησε να του τη δώσει. “Αυτή η γυναίκα μόνο πλάι μου θα ευτυχήσει” του είπε “δώσ' τη μου και θα ζήσει εκείνη καλά κι εσύ καλύτερα”. “Δε σ'τη δίνω” του φώναξε και τον έδιωξε απ' το σπίτι τους.
            Ο βασιλιάς έβαλε στόχο να τους καταστρέψει. Έτρεξε στα υπόγεια του παλατιού και έλυσε τον πελώριο δράκο που είχε δεμένο για να καταστρέψει την οικογένεια της πανέμορφης κοπέλας.
            Ο δράκος δεν άφησε τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Έβγαζε φωτιές, πυρπολούσε τα πάντα, καταβρόχθιζε όποιον πήγαινε να του κλείσει το δρόμο. Φτάνοντας στο σπίτι βρήκε στην αυλή ένα από τα παιδιά και το κατάπιε αμάσητο. Έπειτα ξέρασε με μανία φωτιά, ώσπου ολόκληρο το χωριό έγινε καμίνι. Η κοπέλα μαζί με το σύζυγο και τα παιδιά της έτρεξαν στο βουνό να γλιτώσουν κι έμειναν εκεί ώσπου να καταλαγιάσει η πυρκαγιά. Όταν πια κουράστηκε ο δράκος, επέστρεψαν στο κατεστραμμένο σπίτι τους και ξεκίνησαν να περιμαζεύουν τα συντρίμμια, για να ξαναχτίσουν το σπίτι τους. Τελικά, μια μέρα ο άντρας πέθανε κι η πανέμορφη κοπέλα παντρεύτηκε ξανά.
            Ο βασιλιάς βρήκε το γάμο αυτό ευκαιρία για να αποκτήσει τη γυναίκα που του είχε κυριεύσει το μυαλό. Χτύπησε λοιπόν την πόρτα και είπε στο νέο σύζυγο. “Θέλω τη γυναίκα σου. Δώσ' τη μου για να επιβιώσεις. Θα σε αφήσω να κρατήσεις το μισό στάρι σου. Αλλιώς θα σας καταστρέψω, δε θα αφήσω τίποτα όρθιο”. Εκείνος ταράχτηκε. Την αγαπούσε τη γυναίκα του, αλλά ήταν τίμιος κι ήξερε ότι μια τέτοια απόφαση δεν έπρεπε να την πάρει μόνος του. “Εγώ” του είπε “δε στη δίνω, αλλά κι έτσι κι αλλιώς δε μου πέφτει και λόγος. Εγώ έχω λίγους μήνες σ' αυτό το σπιτικό. Θα ρωτήσω τα παιδιά της κι ό,τι πουν αυτά”. Μάζεψε λοιπόν τα πέντε παιδιά και τα ρώτησε: “Θέλετε να πουλήσετε τη μάνα σας στο βασιλιά, ναι ή όχι;” Τα παιδιά σάστισαν, για αρκετή ώρα δεν έβγαλε άχνα κανένας. Κάποια στιγμή, ο μικρότερος γιος βρόντηξε το χέρι του στο τραπέζι, “Όχι ρε, δε την πουλάω εγώ τη μάνα μου σ' αυτό το κτήνος. Μπορεί να μοιάζει όμορφος και με καλούς, βασιλικούς τρόπους, στα μπουντρούμια του, όμως κρύβει το δράκο. Κατέστρεψε τη γη μου, εξαιτίας του νεκροφίλησα τον αδερφό μου. Μου γκρέμισε το σπίτι και μ' έστειλε σε απάτητα βουνά, για να γλιτώσω. Βόλι θα πάρει από μένα όχι τη μάνα μου” Τα λόγια του βρήκαν ανταπόκριση και σ' ακόμα ένα παιδί αλλά μετά πήρε το λόγο άλλος αδερφός. “Ας την πάρει αφού τη θέλει, χαλάλι του. Εγώ δεν ξαναπερνάω όσα πέρασα.” Ο μικρότερος φούντωσε και πάλι. “Τη μάνα σου θα δώσεις;” του είπε “σε μεγάλωσε για να της πεις τέτοιο ευχαριστώ; Μη φοβάσαι μωρέ... Είμαστε προκομμένοι και θα επιβιώσουμε, είδες πως τότε δεν κατάφερε να μας εξοντώσει. Θα περάσουμε δύσκολα αλλά θα 'μαστε ενωμένοι και με το κεφάλι ψηλά, με κούτελο καθαρό”. Όσο κι αν φώναξε δεν κατάφερε να πείσει τα άλλα τρία αδέρφια του που ήταν τεμπέληδες και αλαφροΐσκιωτοι. Φοβόντουσαν. Προτιμούσαν τη σιγουριά και δεν ήθελαν να δουλέψουν και να ξαναποχτήσουν απ την αρχή ό,τι είχαν, προτίμησαν να παραδώσουν τη μάνα τους στα χέρια του βάναυσου βασιλιά κι έτσι έγινε. Την ίδια μέρα η μάνα τους αφού ούρλιαξε ώσπου να της κοπεί η ανάσα, ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε για το παλάτι. Εκεί ο βασιλιάς την γλέντησε λίγες μέρες κι ύστερα την πέταξε σ' ένα κελί. Στο σπίτι τα παιδιά της άρχισαν να φαγώνονται σα τα σκυλιά. Έπεσε χαλάζι και κατέστρεψε τη σοδειά. Ήρθαν κι αρρώστιες και κρεβατώθηκαν όλοι μιας και δεν είχαν τη μάνα τους να τους γιατροπορέψει. Στο τέλος τα έβαλαν και με τον πατριό τους γιατί δεν αποφάσισε μοναχός του και τους έφερε εδώ που τους έφερε. Στο χωριό δε τους μιλούσε κανείς, τους έφτυναν που ξεπούλησαν τη μάνα τους. Μια μέρα πήγε σπίτι τους ο παπάς. “Μέγα λάθος παιδιά μου” τους είπε “δε σας είχα πει εγώ να μελετάτε τις Γραφές; Αν το κάνατε θα διαβάζατε το πάθημα του Ησαύ και δε θα πουλούσατε τα πρωτοτόκια για ένα πινάκιο φακές! Το διαμάντι δεν το δίνουν για λίγο στάρι τέκνα μου! Αν διαβάζατε θα ξέρατε ότι ο Χριστός δείλιασε για μια στιγμή αλλά δεν αρνήθηκε το σταυρό. Σας φόβισε, ανόητοι, η σταύρωση δε σκεφτήκατε όμως ότι είναι ο μόνος δρόμος για την Ανάσταση!”
            Μετά απ' αυτά τα λόγια τα αδέρφια διχάστηκαν ακόμα πιο πολύ. Πιάστηκαν στα χέρια, έβγαλαν μαχαίρι. Τα δύο από τ' αδέρφια έπεσαν στο χώμα νεκρά. Ο πατριός τους σάλεψε, έφυγε μακριά και ζει σε μια καλύβα ολομόναχος. Από τ' άλλα αδέρφια τα δύο πέθαναν από την πείνα κι έτσι έμεινε μόνο ένα παιδί, το μικρότερο. Μέχρι σήμερα δουλεύει σκληρά για να βγάλει το ψωμί του κι όταν τελειώνει τρέχει στους τάφους των αδερφών του. Αυτό του έμεινε, να τους καθαρίζει τα μνήματα και να κλαίει για την τύχη της οικογένειάς του. Κι όταν ξαπλώνει, για να κοιμηθεί, ένα πράγμα σκέφτεται μόνο: πώς θα ελευθερώσει τη μάνα του.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Κανένας δεν μπορεί...

Κανένας δεν μπορεί να χτίσει για λογαριασμό σου το γεφύρι, απ΄όπου χρωστάς να περάσεις το ρεύμα της ζωής. Κανένας εκτός από σένα τον ίδιο.
Υπάρχουν βέβαια μονοπάτια άπειρα και γεφύρια και ημίθεοι πρόθυμοι να σε περάσουν. Μα θα ζητήσουν πληρωμή τον ίδιο σου τον εαυτό. Στον κόσμο ένας μόνο δρόμος υπάρχει, κι αυτόν κανένας άλλος δεν μπορεί να τον βαδίσει παρά εσύ.
Ρ.  ΤΑΓΚΟΡ