Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ολομόναχος

                               Αυτοβιογραφική προφητεία
(από το οπισθόφυλλο)Ένα μυστικό καλά κρυμμένο για πάνω από μισόν αιώνα έρχεται ανέλπιστα στην επιφάνεια για να φωτίσει το αόρατο νήμα που συνδέει τη ζωή του συγγραφέα με εκείνη του πατέρα του.Η σπαρακτική αφήγηση της οικογενειακής ιστορίας αποτελεί ένα Γράμμα στον Πατέρα – μια ετεροχρονισμένη πράξη αποδοχής της άυλης πατρικής κληρονομιάς.Την ίδια στιγμή όμως αποτελεί κι ένα είδος διαθήκης, νουθεσία και ευχή μαζί προς τον δικό του γιο – μια απεγνωσμένη προφητεία ή προκαταβολική απολογία για όσα θα του κληροδοτήσει θέλοντας και μη.

Όλα εξηγούνται πλέον. Κάθεται απέναντί μου και μου χαμογελάει με εκείνο το μισό χαμόγελό του, ένα μείγμα συμπόνιας και σαρκασμού… ...επιτέλους, τον καταλαβαίνω. Ο ανεξιχνίαστος άντρας που με μεγάλωσε, ο άντρας που μίσησα όσο και λάτρεψα, είναι ανοιχτό βιβλίο μπροστά μου. Εντάξει η συμπόνια. Ο σαρκασμός, όμως; θα αναρωτηθεί κανείς και με το δίκιο του. Ο σαρκασμός έχει να κάνει με το ότι μας ενώνουν πολύ περισσότερα από τις ρυτίδες και τη γραμμή των μαλλιών στο μέτωπο. Η στιγμή που τον καταλαβαίνω πια απόλυτα είναι η στιγμή που ανακαλύπτω από τι είμαι φτιαγμένος.


Ρίχνει φαρμάκι ο κόσμος πικρό
και δεν χρωστάει να κάνει καλό
όμως στο τέλος θα δούνε ποιος είμαι εγώ…


Τη λέξη αλήθεια μού εβγαλε η ανάγνωση του πεζογραφήματος
και ετυμολογικά και εννοιολογικά και φιλοσοφικά.
Α+λανθάνω= αυτό,αυτά που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, δεν πρέπει να ξεχάσουμε...
που νομίζουμε ότι μάς διαφεύγουν την προσοχή μας αλλά είναι ριζωμένα μέσα μας...
Οι καταβολές μας, η φύση μας, το DNA μας, οι κληρονομιές μας που είναι μία ή πολλές πραγματικότητες που τελικά τις κληροδοτούμε εκούσια /ακούσια στους επιγόνους μας.
Συγκινήθηκα από το ξεδίπλωμα της αλήθειας και την ολοκλήρωση της οικογενειακής ιστορίας που δείχνει την άρρηκτη συνοχή παρόντος-παρελθόντος-μέλλοντος.
Ποιος  αμφιβάλλει πώς όσο μεγαλώνουμε , μοιάζουμε στους γονείς μας και τελικά στον εαυτό μας;
Συμπόνια και σαρκασμός ...μίσος και λατρεία για τον πατέρα. Νόμιζε ότι βάδιζε μόνος, ολομόναχος αλλά πατούσε στα ίδια χνάρια-πατήματα του πατέρα του. Βέβαια φορώντας άλλο Νο παπούτσια 42 κι όχι 41 (σελ. 91)Με στένευαν τα παπούτσια σου....κατέληξα να γράφω την ιστορία σου...που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι είναι η δική μου ιστορία...
Ψευδαίσθηση ότι ξε - φεύγουμε, ότι παίρνουμε άλλο δρόμο, ότι είμαστε ολομόναχοι. Ασφυκτικό και αληθινό ότι δεν είμαστε άλλοι...
σελ.88 η μεγαλύτερη ανακάλυψη είναι οι τοίχοι
που ενώνουν και χωρίζουν!

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ...θυμόμαστε την ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ...ελπίζουμε





Συνεννόηση καρδιών
Ουσιαστική επικοινωνία
Σωματική και ψυχική υγεία
ΣΟΣ στα μονά ή ζυγά χρόνια που μας φέρνουν πιο κοντά ή πιο μακριά σ' εκείνα που αγαπούμε.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

ΡΕΝΕ ΜΑΓΚΡΙΤ, Το κλειδί των ονείρων




Ο Μαγκρίτ, για να αποσυσχετίσει τα έργα του από εμπειρίες, αντικείμενα, γεγονότα και καταστάσεις που περιγράφονται με λέξεις, έδινε τίτλους πάντα αφού τα τελείωνε και αυτοί ποτέ δεν είναι επεξηγηματικοί. Στο "Κλειδί των ονείρων" η καθιερωμένη σχέση λέξης και εικόνας διαλύεται πλήρως.: το αυγό ονομάζεται "ακακία", το παπούτσι "φεγγάρι", το καπέλο "χιόνι", το κερί "οροφή", το ποτήρι "θύελλα", το σφυρί 'έρημος"... 

Πάει ένας μήνας σχεδόν από τότε που έφυγε από κοντά μου. Όλα όμως είναι ίδια ,δεν έχω αλλάξει τίποτα στη ζωή μου από την ημέρα που τον έχασα. Κάθε πρωί, βράζω ένα αβγό που έτρωγε πάντα πριν φύγει για τη δουλειά μαζί με το ψωμί σικάλεως που είχε ως πρώτη επιλογή και ένα ποτήρι φρέσκο χυμό. Όλα ήταν ίδια μα όλα είχαν αλλάξει. Το καπέλο του κρεμασμένο στον καλόγερο, άθικτο από την ημέρα που το φόρεσε για τελευταία φορά. Τα βράδια μου γίνονται δυσκολότερα μέρα με τη μέρα. Κοιτώντας το ταβάνι με συντροφιά ένα κεράκι, φέρνω στο μυαλό μου τη σκέψη του και διάφορες στιγμές μας. Αναπολώ τα βράδια που κοιτούσαμε το φεγγάρι και τα αστέρια και μού έλεγε όσα νοιώθει για μένα. Αναπολώ τις ημέρες που οι δρόμοι είχαν σκεπαστεί με χιόνι και καθόμασταν στο παράθυρο χαζεύοντας το δρόμο με μια ακακία στο τζάκι για να μάς ζεσταίνει. Είχε ξεσπάσει καταιγίδα και εκείνος γυρνούσε με το αυτοκίνητο από τη δουλειά. Ο δρόμος ήταν έρημος, κανείς δεν βρισκόταν εκεί. 
Ξαφνικά είδε στο δρόμο έναν άντρα να κυνηγά μια γυναίκα και έσπευσε να τη βοηθήσει. Ο άντρας κρατούσε ένα σφυρί και τον τραυμάτισε σοβαρά. Δέχτηκα αργά το βράδυ ένα τηλεφώνημα από το νοσοκομείο. Φόρεσα αμέσως τα παπούτσια που μού πήρε στην επέτειό μας και έτρεξα στο νοσοκομείο. Μόλις τον αντίκρυσα, μού κόπηκαν τα πόδια. Στάθηκα δίπλα του, ανήμπορη να μιλήσω. Εκείνος έπιασε το χέρι μου και μού είπε πως θα με αγαπάει για πάντα. Αυτή ήταν η τελευταία του κουβέντα . Μακάρι να μπορούσα να τον έφερνα πίσω. 'Η έστω, να ήμουν εγώ στη θέση του!!!!  
                                                                                                                     Μ. Β. Β3
 
 i)Πριν κάποια χρόνια, σε ένα μικρό χωριό ζούσε μόνη μια ηλικιωμένη κυρία. Η γυναίκα αυτή φαινόταν τελείως διαφορετική από την ηλικία της. Συνήθιζε να ντύνεται κομψά, φορώντας καπέλα και τακούνια. Η καθημερινότητά της ήταν πολύ μονότονη. Κάθε πρωί , ξυπνούσε , έφτιαχνε αυγά για πρωινό και γέμιζε το ποτήρι της με τσάι. Την υπόλοιπη μέρα ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν ένα πρωινό του Ιανουαρίου ,όταν η γυναίκα ξύπνησε και συνειδητοποίησε ότι είχε εγκλωβιστεί στο σπίτι αφού το χιόνι είχε καλύψει την πόρτα της. Οι ώρες περνούσαν καθώς συνέχιζε να παραμένει αδρανής ώσπου έφθασε η νύχτα και η γυναίκα κατέληξε στο κρεβάτι της, κοιτάζοντας έξω το φεγγάρι που φαινόταν ανάμεσα στις ακακίες, δίπλα στο σπίτι της. Τότε άρχισε να αισθάνεται έντονα τη μοναξιά της και να νοιώθει μια μελαγχολία που της έφερνε δάκρυα στα μάτια. Πολλές φορές την κατέκλυζε αυτό το συναίσθημα όταν καθόταν και κοιτούσε άσκοπα το ταβάνι κάνοντας διάφορες σκέψεις για τη ζωή της. Το άδειο σπίτι της , το χωριό της που έμοιαζε με έρημο, οι βραδινές καταιγίδες και οι στιγμές που έκανε πράγματα μηχανικά για να περνούν οι ώρες όπως για παράδειγμα να σπάει καρύδια με το σφυρί, την βύθιζαν όλο και περισσότερο στη μελαγχολία. Μετά από λίγα χρόνια , η γυναίκα αυτή έφυγε από τη ζωή χωρίς να έχει κάποιον δίπλα της να την φροντίζει, να της ανάβει ένα κεράκι. Έφυγε έχοντας ζήσει τη σκληρότητα της μοναξιάς.
ΤΣΕΛΙΚΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ , Β4
ii) Χθες το βράδυ βράζαμε ακακίες υπό το φως του τακουνιού και ξαφνικά άρχισε να ρίχνει καπέλα. Έτσι μπήκαμε στο σπίτι γιατί το έξω κουζινάκι ήταν κρύο. Ανάψαμε το ταβάνι για να βλέπουμε. Το φαγητό ήταν έτοιμο. Επειδή δίψασα πήγα να πιω μια καταιγίδα νερό και κοιτώντας από το παράθυρο κατάλαβα πως κι αυτό το χειμώνα η πόλη θα μοιάζει με σφυρί.
ΓΑΛΑΖΟΥΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ, Β1
iii) Μια χειμωνιάτικη νύχτα το φεγγάρι έφεγγε στον ουρανό και το χιόνι έπεφτε πυκνό τόσο πυκνό που οι ακακίες έγερναν από το βάρος. Ο αέρας φυσούσε δυνατά και όλα έδειχναν ότι πλησιάζει καταιγίδα. Αποφάσισα λοιπόν να μείνω σπίτι και να απολαύσω στο αγαπημένο μου ποτήρι ζεστή σοκολάτα και ψημένα κάστανα. Άναψα ένα κερί για να ηρεμήσω και να διαβάσω το αγαπημένο μου βιβλίο''Το αυγό κάτω από το καπέλο'' . Δεν πέρασε πολλή ώρα ησυχίας και ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος που ακουγόταν από το ταβάνι. Πρέπει να ήταν η παράξενη κυρία που συνηθίζει να περπατά μέσα στο σπίτι με τακούνια. Ο θόρυβος όμως μου θύμιζε ήχο από σφυρί που ήταν πολύ ενοχλητικός και χαλούσε την ηρεμία μου. Με δυσκολία συγκρατήθηκα και δεν ανέβηκα επάνω να δω τι γίνεται. Κάποια στιγμή ο θόρυβος σταμάτησε και διαβάζοντας το βιβλίο μου , μια έρημος απλώθηκε μπροστά μου και στο βάθος μια φανταστική όαση. Όμως το σφυρί άρχισε να ξαναχτυπά και δυστυχώς μού χάλασε το ωραιότερο όνειρο της ζωής μου.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Β1
iv) Στην έκθεση ζωγραφικής που πραγματοποιήθηκε σε ένα χώρο λουσμένο από φως αναμμμένων κεριών αντηχούσε ο θορυβώδης ήχος από τα παπούτσια των κυριών. Οι κουστουμάτοι με τα παράξενα καπέλα τους όπου θαύμαζαν και απορούσαν ταυτόχρονα για τον πίνακα με το αυγό πίνοντας ένα ποτήρι ρούμι. Αναρωτιόντουσαν για το αντίτιμο του πίνακα αν έβγαινε στο σφυρί.
ΖΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ, Β1
v) Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της η μικρή Ιουλία και χάζευε το φως του κεριού που αντανακλούσε στο ταβάνι τρεμοπαίζοντας.Η τρομερή καταιγίδα και η χιονόπτωση την τρόμαζαν καθώς στο παλιό σπίτι στο οποίο έμενε ακούγονταν κάθε λογής ήχοι. άκουγε τριξήματα, περπάτημα με τακούνια, ακόμα και χτυπήματα με σφυρί στον τοίχο. Το λίγο φως που δημιουργούσε το φεγγάρι μέσα στη νύχτα, ήταν αρκετό ώστε να δημιουργεί μια σκιά από την ακακία που βρισκόταν μέσα στην αυλή της. Έμοιαζε , θαρρεί κανείς, με έναν άνθρωπο που φορούσε ένα καπέλο. Παρ΄όλααυτά όμως, μέσα από το φόβο της μικρής Ιουλίας, είχε μάθει από τη ζωή της να εκφράζεται με έναν τρόπο διαφορετικό. Ήταν φίλη με αυτόν τον άνθρωπο της ακακίας. Μιλούσε στο φεγγάρι. Θεωρούσε τέχνη τον εκκεντρικό πίνακα με το αυγό που είχε ζωγραφίσει η ίδια.
-Κατέβασε παιδί μου, αυτή τη βλακεία από τον τοίχο, της έλεγε η μητέρα της.
Όμως αυτή δεν καταλάβαινε.
Πού καταλάβουν οι μεγάλοι, θα μού πεις.
Το αυγό για αυτήν, σήμαινε την τελειότητα, τη ζωή και το θάνατο μαζί. Πώς ένα τόσο  συμμετρικά
τέλειο αντικείμενο, έχει τη δυνατότητα με τις κατάλληλες συνθήκες να δημιουργήσει τη ζωή, όμως ...ένα λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Το θεωρούσε ένα θαύμα της φύσης, καθώς και όλα τον κόσμο γύρω της. Ήταν πρωταγωνίστρια και όχι απλά άπραγη θεατής. Ήθελε να παρατηρεί και όχι απλά να κοιτά.
ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ, Β1
vi) Ένα έρημο σπίτι, γεμάτο με ακακίες και όταν είσαι κοντά σε αυτό είναι τόσο σκοτεινό που νομίζεις ότι θα έρθει καταιγίδα. Μπαίνεις μέσα στη νύχτα με κόκκινο φεγγάρι και τρέμει το σώμα σου από αυτά που πρόκειται να δεις. Το ταβάνι έχει σαπίσει από τις παγωνιές και από τα χιόνια, φρεσκοσβησμένα  κεριά σαν να ζούσαν κάποιοι εδώ. Ένα αυγό που μόνο τα τσόφλια έχουν μείνει πάνω στο τραπέζι και ένα σπασμένο ποτήρι που τα γυαλιά του είναι σκορπισμένα παντού. Σε μια πολυθρόνα έχει ένα ματωμένο σφυρί και κοντά στο τζάκι ένα σκισμένο καπέλο. Λίγο πιο πέρα, σε μια άλλη πόρτα η οποία οδηγούσε σε έναν άλλο δρόμο, ήταν κάποια γυαλιά ενός ποτηριού ματωμένα και μια γόβα σπασμένη από κάτω. Άραγε γιατί έγιναν όσα έγιναν; Γιατί δείχνει τόση βιαιότητα το σπίτι; Ποιος ή ποια πέθανε; Ποιοι ζούσαν; Την ιστορία την διηγείται με διαφορετικό τρόπο ο καθένας αλλά όλοι φτάνουμε σε ένα αποτέλεσμα και σε μια ερώτηση. Έγινε φόνος; Γιατί;
ΖΑΡΑΓΚΟΥΛΙΑΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Β1
vii) 
Ήταν ένα κρύο βράδυ του Δεκέμβρη. Στον καθαρό ουρανό το φεγγάρι έριχνε το αχνό φως του στη γη. Χιόνι ήταν απλωμένο στις στέγες, στους φράκτες , στα δέντρα. Ο αέρας σφυροκοπούσε αλύπητα, βούιζε κι έκανε τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα να τρίζουν στο πέρασμά του κάνοντας ένα συριστικό, υπόκωφο ήχο. Ο τόπος ήταν έρημος. Κανένας διαβάτης δεν υπήρχε στους στενούς δρόμους της φτωχογειτονιάς, ενώ λίγες καμινάδες κάπνιζαν ακόμη.
Ξαφνικά , μια κραυγή έσκισε την ηρεμία, παρακαλεστική, γεμάτη φόβο που κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα ο τόπος βυθίστηκε πάλι στην ησυχία και η νύχτα κυλούσε με τον ίδιο αργό, νωχελικό ρυθμό της. Τίποτα δεν φάνηκε ικανό να ταράξει το ύπνο των φτωχών αυτών ανθρώπων, έναν ύπνο γεμάτο έγνοιες και προβλήματα όπως μαρτυρούσε ο κάθε τους αναστεναγμός.
Οι ηλιαχτίδες άρχισαν να προβάλουν δειλά δειλά στον ορίζοντα, σαν μεταξωτές κορδέλες να απλώνονται σε όλη την πλάση ζωντανεύοντάς την. Ο πετεινός πρώτος άρχισε να διαλαλεί το νέο ξεκίνημα, τη νέα ημέρα και να ξυπνά τους φτωχούς αυτούς ανθρώπους για τη δουλειά τους.
Τότε ο μικρός Μίσα πρόβαλε το βρώμικο κεφαλάκι του από το παράθυρο σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ξημέρωσε. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης διαγράφηκε στο πρόσωπό του και λίγα λεπτά αργότερα βγήκε έξω κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο αβγά. Τα είχε μαζέψει από χθες με μεγάλη προσοχή -μην τυχόν και σπάσουν , τον προειδοποίησε η μαμά του- για να τα πάει σήμερα στο γέρο Στεπάν, το μαραγκό του χωριού. Ήταν καλός άνθρωπος, ήσυχος και κυρίως έδινε μια χούφτα καραμέλες στα παιδιά όπου τύχαινε να περάσουν από το απομακρυσμένο εργαστήρι του. Γι΄ αυτό ο Μίσα ήταν ενθουσιασμένος. Δεν είχε, άλλωστε , πολλές ευκαιρίες να απολαύσει καραμέλες που γαργαλούσαν τον ουρανίσκο και του γέμιζαν το στόμα με τη γλυκιά τους γεύση. Αφού περπάτησε ίσαμε ένα μίλι δρόμο, έφτασε στην ‘’Ακακία’’, το καφενείο του χωριού,που το έλεγαν έτσι λόγω της μεγάλης ακακίας που βρισκόταν στον κήπο του. Λίγα μέτρα μακριά από το καφενείο βρισκόταν το μικρό εργαστήρι του γερο-Στεπάν. Ο Μίσα παραξενεύτηκε που δεν άκουσε τον ήχο του σφυριού που άκουγε άλλες φορές όταν ερχόταν εδώ. Δεν πήγε, όμως, ο νους του στο κακό. Αφού διέσχισε ένα πέτρινο δρομάκι, έφτασε στην είσοδο του εργαστηρίου. Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και ξεχνώντας ολότελα τους καλούς του τρόπους- προσέχοντας όμως πάντα το καλάθι με τα αβγά- μπήκε μέσα. Επειδή ο γερο-μαραγκός δεν ήταν εκεί- πρέπει να είχε πεταχτεί σε κάποια δουλειά, αφού έλειπαν το καπέλο και το παλτό του- αποφάσισε να τον περιμένει. Έκατσε σ΄ένα σκαμνάκι δίπλα στο σβηστό τζάκι κι άρχισε να περιεργάζεται το χώρο γύρω του σαν να βρισκόταν πρώτη φορά εκεί. Όλα ήταν όπως άλλοτε, αλλά κάτι τον παραξένεψε. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα κερί έτοιμο να σβήσει καθώς η φωτιά του ακουμπούσε σχεδόν το κηροπήγιο. Δίπλα στο κηροπήγιο παρατήρησε κομμάτια από ένα σπασμένο ποτήρι, ενώ το ταβάνι έσταζε υγρασία δημιουργώντας μια μικρή λίμνη κοντά στα θρύψαλα. Η αμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε κάτι το τρομακτικό, που έφερνε έντονη δυσφορία στο Μίσα, τόση που αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στον κήπο του εγαστηρίου για να πάρει αέρα.
Αυτό , όμως, που αντίκρισε στο πίσω μέρος της αυλής θα χαραζόταν για πάντα στη μνήμη του. Πάνω στο λευκό φόντο του χιονιού μισοκαλυμμένος με χιόνι ήταν εκείνος ο γερο-μαραγκός. Το πρόσωπό του είχε μια τρομερή έκφραση. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, έμοιαζαν περισσότερο με δυο κομμάτια κρύσταλλο σφηνωμένα ανάμεσα στα ματόκλαδα. Μια βαθιά πληγή από το πάνω μέρος του κεφαλιού μέχρι το μέτωπο έρεε ακόμα αίμα. Το καπέλο του ίσα που φαινόταν κάτω από το χιόνι, ενώ παραδίπλα ήταν πεταμένο ένα από τα σφυριά του γερο-μαραγκού σχεδόν θαμένο και ένα λούστρινο μαύρο γοβάκι που ο Μίσα ήταν σίγουρος πως είχε ξαναδεί. Ο μικρός έκλεισε τα μάτια του. Η πραγματικότητα αυτή ήταν πιο πραγματική και σκληρή από όσο μπορούσε να αντέξει μια παιδική ψυχούλα. Άρχισε να τρέχει, να τρέχει δίχως να κοιτάξει  πίσω, ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του.
Του φάνηκε ότι ξέσπασε καταιγίδα, του φάνηκε ότι η φύση όλη, ο ουρανός , ο Θεός κλαίνε μαζί του. Δεν ήταν σίγουρος.
-Μίσα, ξύπνα, ακούστηκε μια γλυκιά, απαλή φωνή, ενώ ένιωσε ένα χάδι στο μέτωπό του.
-Τι είναι, μαμά;
-Ξέχασες ότι ο γερο-Στεπάν μας ζήτησε αβγά; Άντε , υποσχέθηκες να τού τα πας. Η μητέρα του, σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε από το δωμάτιο χτυπώντας ρυθμικά στο ξύλινο πάτωμα τα μαύρα λούστρινα γοβάκια της….               ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ   ΑΝΝΑ   Β1


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Ιστορίες ανείπωτες, λαλούντα μνημεία

ΚΠΕ ΦΙΛΙΠΠΩΝ
ένα σεμινάριο γεμάτο έμπνευση με περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο και δημιουργική γραφή.
  • τα μουσεία ερμηνεύουν , εκθέτουν αντικείμενα του υλικού πολιτισμού
  • η χελώνα του Κεραμεικού
  • η φεύγουσα κόρη, φεύγει παραμένοντας
  • και τον ονειρευότανε παραδομένη ανάμεσα στο φόβο της και στη λαγνεία του να την λαξεύει ακόμη...
Τελικά σε ένα τέτοιο σεμινάριο αναπνέεις την ιστορία σου,
εισπνέεις οξυγόνο μακεδονικής γης, εκπνέεις στίχους
και καταλαβαίνεις γιατί τούτος ο τόπος σε μαγεύει!



Το ημερολόγιο μιας χρυσαλλίδας

Πρώτη του 2018 Δεκεμβρίου
χειμωνιάτικο πρωϊνό Σαββάτου
ο ήλιος πρόβαλλε στα τενάγη των Φιλίππων
για να δείξει τα χρώματα των μνημείων.
Η Καραγεωργίου στιχουργούσε
Η Μπεχλικούδη μιλούσε
Ο κ. Κώστας ρωτούσε
Κι ο Λιχούνας ξεναγούσε.
Όλοι οι δημιουργοί γραφής περιπατούσααν
αλλά για τα φτερά μου δεν ρωτούσαν
πόσες μνήμες κουβαλούσαν.
Από τον Κεραμεικό των Αθηνών
μέχρι τους ναούς των Βασιλικών
Πέταξα.
Τι έδειξα;
Λαλούντα μνημεία
ανείπωτες ιστορίες
από το κλεινόν άστυ
ταξίδεψα στις Κρηνίδες
χρωματίζοντας ψηφίδες
κλασικού
ρωμαικού
ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού
Μνήματα, μνήμες, μνημεία.

Η πεταλούδα των Φιλίππων

Βγήκε ο ήλιος για να δείξει τα χρώματά μου
χειμωνιάτικο πρωϊνό Σαββάτου.
Πέταξα από την αγορά στο θέατρο
μα φοβήθηκα τον υπόγειο βρυχηθμό των λεόντων.
Συννέφιασε, το κρύο διαπεραστικό
και η ξενάγηση βαραίνει τα φτερά μου.
Τόσες μάχες στρατιωτών
τόσες φωνές εμπόρων
τόσες ιαχές θηριοδαμαστών.
Τελικά πετώ για να κρυφθώ.
Μπαίνω στα μουσεία για να δω
για να ζεσταθώ
και ακουμπώ
στο χρόνο που μισώ
για ελευθερία προσπαθώ
που αγαπώ.